- ssama
- fast [Sem ss-w-m, Mal sam (fasting), Heb tzom, Syr tzoma, JNA ssoma, Amh ssome, Uga dzm, ssm]
Arabic etymological dictionary. 2013.
Arabic etymological dictionary. 2013.
σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… … Dictionary of Greek